εκατόγγυιος

εκατόγγυιος
ἑκατόγγυιος, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από εκατό μέλη ή σώματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἑκατόγγυιον — ἑκατόγγυιος with a hundred limbs masc/fem acc sg ἑκατόγγυιος with a hundred limbs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκατό — οι, τα (AM ἑκατόν, οι, αι, τα Α και αρκαδικός τύπος ἑκατόν) 1. απόλυτο αριθμητικό που δηλώνει την ποσότητα τών δέκα δεκάδων 2. στρογγυλός αριθμός που εκφράζει αόριστο πλήθος ή μεγάλο αριθμό νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκατό το εκατοστό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”